-
1 ἐκ-λέπω
ἐκ-λέπω, ausschälen, Hippocr.; ausbrüten, ὄρνεον Cratin. bei Ath. IX, 373 f; ᾠά Her. 2, 68, wie Arist. H. A. 5, 19, 33. Komisch μικρὰ κέρματα Ar. Av. 1108, aus dem auch ἐκλαπῆναι angeführt wird, Erot. unter ἐκλαπήσεται.
-
2 εκλεπω
1) досл. освобождать от скорлупы, перен. высиживать(ᾠά Her., Arst., Plut.; шутл. μικρὰ κέρματα Arph.)
2) ( о детенышах) выводить -
3 κέρμα
A fragment, κέρματα θηρείων μελέων dub.l. in Emp.101.1;τὰ κ. τοῦ ἡνωμένου ἡνωμένα Dam.Pr. 107
, cf. Suid.; but mostly,2 coin,ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Alex.128.7
;μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονήν Eub.67.7
, cf. Amphis 5, Antiph.131; collectively, cash, Theopomp.Com.30, Arr.Epict.2.10.14, al., Cat.Cod. Astr.7.244; esp. of copper money, opp. silver ([etym.] ἀργύριον), PGen.77.5 (ii/iii A.D.): freq. in pl.,μικρὰ κ. Ar.Av. 1108
, cf. Pl. 379, Eub.84.1; διδοὺς κέρματα Test. ap. D.21.107, cf. Theopomp.Hist.89a, UPZ 81 iv 20, 145 xi 71 (ii B.C.), Alciphr.1.2, AP5.44 ([place name] Cillactor).
См. также в других словарях:
κερματίζω — (Α κερματίζω) [κέρμα] κόβω σε μικρά κομμάτια, κομματιάζω, τεμαχίζω, ψιλοκόβω αρχ. 1. κόβω μέταλλο σε μικρά νομίσματα 2. μτφ. φθείρω, κατατρίβω («κερματίζειν τὴν ἀρετήν», Πλάτ.) 3. πάπ. αλλάζω σε κέρματα 4. συλλέγω κέρματα … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
κερματούμαι — κερματοῡμαι, όομαι (Α) [κέρμα] κερματίζομαι, κόβομαι σε κέρματα, σε μικρά τεμάχια … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό 1. λεπτός, λιανός, φτενός: Κόψε μου μια ψιλή φέτα ψωμί. 2. σχετικά με φωνή, οξύς, διαπεραστικός: Έχει μια ψιλή φωνούλα. 3. στη γραμματική, «ψιλά σύμφωνα» είναι τα σύμφωνα κ, π, τ που προφέρονται χωρίς πνοή αέρα. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)